- διαχειριστικός
- -ή, -όαυτός που σχετίζεται με τον διαχειριστή ή τη διαχείριση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαχειριστικός, -ή — ό αυτός που αναφέρεται στη διαχείριση: Τα αποτελέσματα των διαχειριστικών ελιγμών της δημόσιας επιχείρησης κρίνονται ως ικανοποιητικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)